εγκλίνω

εγκλίνω
(AM ἐγκλίνω)
γραμμ. (για λέξη) «εγκλίνω τον τόνο» ή εγκλίνομαι
αποβάλλω τον τόνο μου ο οποίος μεταβιβάζεται στην προηγούμενη λέξη
αρχ.
1. κλίνω, κάμπτω, γυρίζω προς τα μέσα
2. κάνω κάτι να γείρει
3. παθ. ακουμπώ, στηρίζομαι
4. τρέπω σε φυγή
5. (για στρατό) υποχωρώ
6. εκτρέπω
7. (αμτβ.) παρεκτρέπομαι, γίνομαι χειρότερος
8. (για πλοίο) γέρνω προς τη μια πλευρά, με τη μπάντα
9. φρ. α) «ἐγκλίνω τὰ νῶτα» — στρέφω τα νώτα
β) «ἐγκλίνω τὴν φωνήν» — χαμηλώνω τη φωνή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐγκλίνω — ἐγκλί̱νω , ἐγκλίνω bend in aor subj act 1st sg ἐγκλί̱νω , ἐγκλίνω bend in pres subj act 1st sg ἐγκλί̱νω , ἐγκλίνω bend in pres ind act 1st sg ἐγκλί̱νω , ἐγκλίνω bend in aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγκλίνω — μτβ. και αμτβ. 1. κλίνω κάτι προς κάτι, το λυγίζω. 2. έχω κλίση προς κάτι, λυγίζω, γέρνω προς κάτι. 3. (γραμμ.), για λέξεις, «εγκλίνω τον τόνο μου» ή εγκλίνομαι χάνω τον τόνο μου ή τον μεταφέρω στην προηγούμενη λέξη (διότι η «εγκλιτική» λέξη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγκεκλιμένα — ἐγκλίνω bend in perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐγκεκλιμένᾱ , ἐγκλίνω bend in perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐγκεκλιμένᾱ , ἐγκλίνω bend in perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκεκλικότα — ἐγκλίνω bend in perf part act neut nom/voc/acc pl ἐγκλίνω bend in perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκεκλιμέναι — ἐγκλίνω bend in perf part mp fem nom/voc pl ἐγκεκλιμένᾱͅ , ἐγκλίνω bend in perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκεκλιμένον — ἐγκλίνω bend in perf part mp masc acc sg ἐγκλίνω bend in perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκεκλιμένων — ἐγκλίνω bend in perf part mp fem gen pl ἐγκλίνω bend in perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκλῖνον — ἐγκλίνω bend in pres part act masc voc sg ἐγκλίνω bend in pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκέκλικε — ἐγκλίνω bend in perf imperat act 2nd sg ἐγκλίνω bend in perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκέκλικεν — ἐγκλίνω bend in perf ind act 3rd sg ἐγκλίνω bend in plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”